νενίηλος

νενίηλος
νενίηλος, -ον (Α)
1. μωρός, ανόητος, παλαβός
2. κοντόθωρος, με ασθενή όραση
3. (κατά τον Ησύχ.) «νενίηλος
τυφλός, ἀπόπληκτος. ἀνόητος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με αναδιπλασιασμό και προέρχεται πιθ. από τη νηπιακή γλώσσα. Για το επίθημα -ηλος πρβλ. ασύφ-ηλος, κίβδ-ηλος. Η σύνδεση τής λ. με το νέννος δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νενίηλος — foolish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενός — νενός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ. «νενίηλος τυφλός, ανόητος» (βλ. λ. νενίηλος)] …   Dictionary of Greek

  • νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”